- Μέλητος
- οένας από τους κατήγορους του φιλόσοφου Σωκράτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μέλητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλητος — (5ος αι. π.Χ.). Πολιτικός με καταγωγή από την Αθήνα. Ήταν ένας από τους τρεις κατήγορους του Σωκράτη αν και ο τελευταίος δεν τον γνώριζε, ενώ συγχέεται με ομώνυμο τραγικό ποιητή της ίδιας εποχής. Είναι πιθανόν πάντως να ήταν ποιητής και ρήτορας… … Dictionary of Greek
Μελήτου — Μέλητος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελήτους — Μέλητος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελήτῳ — Μέλητος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλητε — Μέλητος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλητοι — Μέλητος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλητον — Μέλητος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Meleto — (griego antiguo Μέλητος, Méletos) fue una antiguo poeta trágico ateniense del siglo V a. C., que destacó por su acusación en el Juicio de Sócrates. Era nativo del demo de Piteas y aún no era casi conocido hasta que hizo la acusación… … Wikipedia Español
МЕЛЕТ — I. • Meles, Μέλης, небольшая береговая река у Смирны, при источниках которой в пещере Гомер будто бы писал свои песни; отсюда и прозвание Μελήσιγενής, также Meleteae chartae (Tib. 4, 1, 200). Залив, в который она впадала,… … Реальный словарь классических древностей